- παραβάλλομαι
- παραβάλλομαι, παραβλήθηκα βλ. πίν. 147
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραβάλλομαι — παραβάλλω throw beside pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιμετρώ — ( άω) (μέσ., ούμαι, ιέμαι, ιούμαι) (AM ἀντιμετρῶ, έω μέσ., ἀντιμετροῡμαι) Ι. 1. παραχωρώ, δίνω κάτι ως αντάλλαγμα, αποζημίωση ή αμοιβή 2. πληρώνω, ανταμείβω κι εγώ με τη σειρά μου νεοελλ. τιμωρώ αρχ. συγκρίνω II. (μέσ., ομαι) νεοελλ. παραβάλλομαι … Dictionary of Greek
θεωρώ — (ΑΜ θεωρῶ, έω) 1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα 2. εξετάζω, ερευνώ νεοελλ. 1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...») 2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων 3. προσκομίζω στις… … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
παραμετρώ — παραμετρῶ, έω, ΝΑ μετρώ αρχ. 1. μετρώ με βάση κάτι άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο 2. μετρώ με τη χρήση γνώμονα 3. μετρώ με ειδικό μέτρο 4. παρέχω γνώμονα για μέτρηση 5. ορίζω κατανάλωση, δαπάνη 6. παραδίδω κάτι αφού τό μετρήσω 7.… … Dictionary of Greek
παρασυμβάλλομαι — Α παραβάλλομαι, γίνομαι όμοιος, εξομοιώνομαι με κάποιον («παρασυνεβλήθη τοῑς κτήνεσι τοῑς ἀνοήτοις», ΠΔ) … Dictionary of Greek
παρισώ — όω, Α [πάρισος] 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω 2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλο β) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.) 3.… … Dictionary of Greek
αντιμετριούμαι — ήθηκα, παραβάλλομαι με κάποιον στη δύναμη και στην αξία, παραβγαίνω: Είναι καλό να αντιμετριόμαστε με τους καλύτερούς μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρώ — μέτρησα, μετρήθηκα, μετρημένος 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση, την αξία κτλ. ενός πράγματος σε σχέση με ένα μέτρο: Μέτρησε το βάρος των εμπορευμάτων. 2. αριθμώ, απαριθμώ: Το παιδί μου έμαθε να μετρά ως το είκοσι. 3. υπολογίζω, σταθμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)